- οχετόκρανον
- ὀχετόκρανον, τὸ (Α)το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονό-κρανον), βλ. λ. κρανίο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχετόκρανα — ὀχετόκρανον end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχετοκράνιον — ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) [οχετόκρανον] υποκορ. τού οχετόκρανον … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek